- συνεπουλωσις
- συνεπούλωσιςσυν-επ-ούλωσις-εως ἥ (за)рубцевание (sc. τῶν ἑλκῶν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεπούλωσις — ώσεως, ἡ, Α [συνεπουλοῡμαι] (για έλκος) πλήρης επούλωση … Dictionary of Greek
συνεπουλώσεως — συνεπουλώσεω̆ς , συνεπούλωσις scarring quite over fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)